ᾐτιῶ

ᾐτιῶ
αἰτιάομαι
accuse
imperf ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χεζητιώ — άω, Α θέλω να αποπατήσω, να χέσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του ρ. χέζω* που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση ητιάω / ητιῶ (από ον. σε η της), πρβλ. πάσχω: πασχ ητιῶ] …   Dictionary of Greek

  • ωνητιώ — άω, Α ὠνησείω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠνοῦμαι + εφετική κατάλ. ητιῶ (πρβλ. πασχ ητιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • πασχητιώ — άω Α κατέχομαι από επιθυμία να έλθω σε σαρκική μίξη, ιδίως παρά φύσιν. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού ρ. πάσχω*, που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση ητιάω / ητιῶ (πρβλ. μαθητιῶ, βινητιῶ) από ονόματα σε ητ(ής) και το επίθημα ιάω, που αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”